Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

η έφοδος

  • 1 атака

    атака ж η επίθεση, η έφοδος
    * * *
    ж
    η επίθεση, η έφοδος

    Русско-греческий словарь > атака

  • 2 штурм

    штурм м η έφοδος
    * * *
    м
    η έφοδος

    Русско-греческий словарь > штурм

  • 3 штурм

    α.
    έφοδος, εφόρμηση•

    брать -ом παίρνω (κυριεύω) με έφοδο.

    || μτφ. επίθεση• αποφασιστική δράση•

    штурм самодержавия έφοδος κατά της απολυταρχίας.

    Большой русско-греческий словарь > штурм

  • 4 атака

    атак||а
    ж воен. ἡ ἐπίθεση [-ις]/ перен разг ἡ προσβολή:
    фланговая \атака ἡ πλευρική ἐπίθεση [-ις]; воздушная \атака ἡ ἀεροπορική ἐπίθεση [-ις]; штыковая \атака ἡ ἔφοδος μέ ἐφ' ὅπλου λόγχη[ν]; танковая \атака ἡ ἐπίθεση [-ις] ἀρμἀτων μάχης (или μέ τἀνκς); кавалерийская \атака ἡ ἐπέλαση ἰππικοῦ; психическая \атака ἡ ψυχική προσβολή; идти в \атакау κἀνω ἐπίθεση, ἐπιτίθεμαι; отразить \атакау ἀποκρούω ἐπίθεση.

    Русско-новогреческий словарь > атака

  • 5 нападение

    напад||ение
    с
    1. ἡ ἐπίθεση [-ις], ἡ προσβολή, ἡ Εφοδος:
    вооруженное \нападениеение ἡ Ενοπλη ἐπίθεση· \нападениеение с тыла ἡ προσβολή ἐκ τῶν νώτων открытый для \нападениеения εὐπρόσβλητος· совершать \нападениеение κάμνω ἐπίθεση· отражать \нападениеение ἀποκρούω ἐπίθεση·
    2. спорт. ἡ ἐπίθεση.

    Русско-новогреческий словарь > нападение

  • 6 наскок

    наскок
    м ἡ ξαφνική ἔφοδος, ἡ ἐπιδρομή:
    кавалерийский \наскок τό ξαφνικό κτύπημα τοῦ ἱππικοῦ· с \наскока перен ἀπότομα, ξαφνικά.

    Русско-новогреческий словарь > наскок

  • 7 приступ

    приступ
    м
    1. (болезни, тж. гнева и т. п.) ἡ κρίση [-ις], ἡ προσβολή, ὁ παροξυσμός:
    \приступ лихорадки ὁ παροξυσμός πυρετοῦ, ἡ θερμασιά· \приступ бо́ли ὁ ὁξύς πόνος, ἡ σουβλιά· \приступ кашля ὁ δυνατός βήχας, ὁ παροξυσμός βηχός· сердечный \приступ ἡ καρδιακή προσβολή, ἡ κρίση τής καρδίας·
    2. воен. ἡ ἐπίθεση [-ις], ἡ ἐφοδος:
    идти́ на \приступ κά(μ)νω ἔφοδον взять \приступом παίρνω μ' Εφοδο.

    Русско-новогреческий словарь > приступ

  • 8 штурм

    штурм
    м ἡ Εφοδος:
    брать \штурмом прям., перен κυριεύω μέ ἔφοδο, καταλαμβάνω ἐξ ἐφόδου.

    Русско-новогреческий словарь > штурм

  • 9 штыковой

    штык||овой
    прил:
    \штыковойова́я рана ἡ πληγή ἀπό λόγχη· \штыковойово́й бой ἡ μάχη μέ ἐφ' ὅπλου λόγχες, ἡ μάχη ἐκ τοῦ συστάδην \штыковойова́я атака ἔφοδος μέ ἐφ' ὅπλου λόγχη.

    Русско-новогреческий словарь > штыковой

  • 10 charge

    1. verb
    1) (to ask as the price (for something): They charge 50 cents for a pint of milk, but they don't charge for delivery.) χρεώνω
    2) (to make a note of (a sum of money) as being owed: Charge the bill to my account.) χρεώνω
    3) ((with with) to accuse (of something illegal): He was charged with theft.) κατηγορώ
    4) (to attack by moving quickly (towards): We charged (towards) the enemy on horseback.) επιτίθεμαι
    5) (to rush: The children charged down the hill.) ορμώ
    6) (to make or become filled with electricity: Please charge my car battery.) φορτίζω
    7) (to make (a person) responsible for (a task etc): He was charged with seeing that everything went well.) γεμίζω
    2. noun
    1) (a price or fee: What is the charge for a telephone call?) χρέωση, τιμή
    2) (something with which a person is accused: He faces three charges of murder.) κατηγορία
    3) (an attack made by moving quickly: the charge of the Light Brigade.) έφοδος
    4) (the electricity in something: a positive or negative charge.) φορτίο
    5) (someone one takes care of: These children are my charges.) άτομο υπό την επίβλεψη (κάποιου)
    6) (a quantity of gunpowder: Put the charge in place and light the fuse.) γόμωση
    - in charge of
    - in someone's charge
    - take charge

    English-Greek dictionary > charge

  • 11 штурм

    [στούρμ] ουσ. α έφοδος

    Русско-греческий новый словарь > штурм

  • 12 штурм

    [στούρμ] ουσ α έφοδος

    Русско-эллинский словарь > штурм

  • 13 наскок

    α.
    1. πήδημα, άλμα. || εφόρμηση. || μτφ. άγρια επίθεση.
    2. επέλευση• επιδρομή, έφοδος•

    кавалерийский наскок επιδρομή ιππικού.

    3. επίρ. -ом στα κουτουρού, κουτουράδα, απερίσκεπτα.
    εκφρ.
    с -ом – α) ορμητικά, καλπάζοντας, β) βλ. 3 σημ.

    Большой русско-греческий словарь > наскок

  • 14 наступление

    ουδ.
    επίθεση• έφοδος• προέλαση•

    вести наступление по всему фронту κάνω επίθεση σε όλο το μέτωπο•

    прейти в наступление περνώ στην επίθεση•

    наступление врага остановленно η επίθεση του εχθρού αναχαιτίστηκε.

    || μτφ. δραστήριες ενέργειες. || έκσταση.
    ουδ.
    αρχή άρχισμα, έναρξη• το έμπα•

    наступление весны αρχή της Άνοιξης•

    старости άρχισμα των γηρατειών•

    с -ем ночи με το πέσιμο της νΰχτας (του σκοταδιού)•

    с -ем дня με το φέζιμο της μέρας.

    Большой русско-греческий словарь > наступление

  • 15 приступ

    α.
    1. παλ. αρχή, έναρξη
    2. παλ. εισαγωγή (σε λόγο, έργο κ.τ.τ.).
    3. παροξυσμός, κρίση•

    приступ лихорадки παροξυσμός πυρετού•

    приступ кашля παροξυσμός βήχα, υλακώδης βήχας•

    сердечный приступ καρδιακή κρίση.

    4. πλησίαση, σίμωμα, ζύγωμα, προσέγγιση.
    5. (στρατ.) έφοδος•

    взять -ом παίρνω με έφοδο.

    εκφρ.
    - у нет – είναι απρόσιτο (πανάκριβο) ή είναι απρόσιτος (δεν μπορείς να επικοινωνήσεις).

    Большой русско-греческий словарь > приступ

  • 16 Access

    subs.
    P. and V. εἴσοδος, ἡ, πρόσβασις, ἡ, προσβολή, ἡ, Ar. and P. πρόσοδος, ἡ, P. ἔφοδος, ἡ.
    To a person: P. and V. εἴσοδος, ἡ; see Intercourse.
    Visitation, assault: P. and V. προσβολή, ἡ.
    Of illness: P. καταβολή, ἡ ; see Fit.
    In access of passion: V. ὀργῇ χρώμενος (Soph., O.R. 1241).
    Access to the walls: V. τειχέων προσαμβσεις (Eur., Phoen. 744).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Access

  • 17 Approach

    v. trans. or absol. P. and V. προσέρχεσθαι (πρός, acc., or V. dat. without prep.), προσβαίνειν (dat.), πλησιάζειν (dat.), προσμιγνναι (dat.), ἐπέρχεσθαι (dat.), P. προσχωρεῖν (dat.), προσμίσγειν (πρός, acc.), Ar. and V. προσέρπειν (dat.), V. πελάζειν (dat.) (also Xen. but rare P.), πλησιάζεσθαι (dat.), προσμολεῖν ( 2nd aor. of προσβλώσκειν) (dat.), χρίμπτεσθαι (dat.), ἐγχρίμπτειν (dat.), ἐμπελάζειν or pass. (gen. or dat.), ἐπιστείχειν (acc.); also absol., V. προσστείχειν.
    Make to approach: V. πελάζειν (acc. and dat.), χρίμπτειν (acc. and dat.).
    Approach, apply to, a person: P. and V. ἐπέρχεσθαι (acc.), προσέρχεσθαι (dat. or πρός, acc.).
    Approach ( with prayers): V. μετέρχεσθαι (acc.).
    ——————
    subs.
    Ar. and P. πρόσοδος, ἡ, V. ἐπείσοδος, ἡ, προσβολή, ἡ.
    Means of approach, access: P. and V. εἴσοδος, ἡ, πρόσβασις, ἡ, Ar. and P. πρόσοδος, ἡ, P. ἔφοδος, ἡ, προσβολή, ἡ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Approach

  • 18 Attack

    v. trans.
    P. and V. προσβάλλειν (dat.), εἰσβάλλειν (εἰς or πρός, acc.), προσπίπτειν (dat.), εἰσπίπτειν (πρός, acc.), ἐπέχειν (ἐπ, dat.), ἐπέρχεσθαι (dat. rarely acc.), ἐμπίπτειν (dat.) (Xen. also Ar.), ἐπεισπίπτειν (dat. or acc.) (Xen.), V. ἐφορμᾶν (dat.) or pass. (rare P.), P. προσφέρεσθαι (dat.), ἐπιφέρεσθαι (dat.), ἐπιγίγνεσθαι (dat.), ἐπιπίπτειν (dat.), Ar. and P. ἐπιτιθέσθαι (dat.), ἐπιχειρεῖν (dat.).
    Attack by sea: P. ἐπιπλεῖν (dat.).
    March to attack: P. and V. ἐπιστρατεύειν (dat.).
    Join in attacking: P. συνεπιτίθεσθαι (μετά, gen. and dat. of object attacked).
    Lay hands on: P. and V. ἅπτεσθαι (gen.), ἐπιλαμβνεσθαι (gen.).
    Attack ( with words): P. and V. ἐπιπλήσσειν, P. καθάπτεσθαι (gen.), Ar. and P. ἐγκεῖσθαι (dat.); see Accuse.
    Attack a statement: P. ἀντιλαμβάνεσθαι (gen.).
    Attack ( of sickness or physical sensations): P. and V. ἅπτεσθαι (gen.), ἀνθάπτεσθαι (gen.), ἐμπίπτειν (dat.), προσπίπτειν (dat.), κατασκήπτειν (εἰς, acc.).
    Of a plague: P. ἐπιπίπτειν (dat.), P. and V. ἐπιλαμβνειν (acc.).
    Be attacked (by disease, misfortune, etc.): P. and V. συνέχεσθαι (dat.).
    ——————
    subs.
    P. and V. προσβολή, ἡ, εἰσβολή, ἡ, P. ἐπίθεσις, ἡ, ἐπιχειρησις, ἡ, ἔφοδος, ἡ, ἐπιδρομή, ἡ.
    Attack by sea: P. ἐπίπλους, ὁ.
    Of disease, etc.: P. and V. προσβολή, ἡ, P. καταβολή, ἡ.
    Open to attack: P. ἐπίμαχος, εὐεπίθετος.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Attack

  • 19 Charge

    v. trans. or absol.
    Attack: P. and V. προσβάλλειν (dat.), εἰσβάλλειν (εἰς or πρός, acc.), προσπίπτειν (dat.), εἰσπίπτειν (πρός, acc.), ἐμπίπτειν (dat.) (Xen., also Ar.), V. ἐφορμᾶν (dat.) or pass. (rare P.), P. προσφέρεσθαι (dat.), Ar. and P. ἐπιτθεσθαι (dat.); see Attack.
    Demand as payment: P. and V. εἰσπράσσεσθαι; see Exact.
    He charges half the amount to himself, the rest is reckoned as theirs: P. τὸ μὲν ἥμισυ αὑτῷ τίθησι τὸ δὲ τούτοις λελόγισται (Lys. 211.)
    Intrust: Ar. and P. ἐπιτρέπειν (τινί τι), P. πιστεύειν (τινί τι), ἐγχειρίζειν (τινί τι), V. εἰσχειρίζειν (τινί τι).
    Exhort, command: P. and V. κελεύειν (acc.), ἐπιτάσσειν (dat.), προστάσσειν (dat.), ἐπιστέλλειν (dat.), ἐπισκήπτειν (dat.), Ar. and V. ἐφεσθαι (dat.), V. ἐξεφεσθαι (absol.).
    Accuse: see Accuse.
    Fill: P. and V. πληροῦν, ἐμπιπλναι, πιμπλναι (rare P. uncompounded), γεμίζειν.
    ——————
    subs.
    Attack: P. and V. προσβολή, ἡ, εἰσβολή, ἡ, P. ἐπίθεσις, ἡ, ἐπιχείρησις, ἡ, ἔφοδος, ἡ, ἐπιδρομή, ἡ.
    Rush: P. and V. ὁρμή, ἡ, V.ιπή, ἡ, Ar. and P.μη. ἡ.
    Run: P. and V. δρόμος, ὁ.
    Of ships: P. and V. ἐμβολή, ἡ.
    Like a bull ready for the charge, he bellows fiercely: V. ταῦρος ς εἰς ἐμβολὴν δεινὰ μυκᾶται (Eur., H.F. 869).
    Price: P. ὠνή, ἡ, Ar. and P. τιμή, ἡ; see Price.
    Exaction: P. εἴσπραξις, ἡ.
    Expense: P. and V. δαπνη, ἡ.
    At his own charges: P. τοῖς αὑτοῦ τέλεσι, τοῖς ἰδίοις τέλεσι.
    At the public charge: P. δημοσία.
    Duty, task: P. and V. ἔργον, τό; see Task.
    Guardianship: P. ἐπιτροπεία, ἡ.
    Something intrusted to one's care: V. μέλημα, τό, φρούρημα, τό.
    Put in charge of: Ar. and P. ἐπιτρέπειν (τινί τι); see Intrust.
    Take charge of: P. and V. ἐπιστατεῖν (dat.), θεραπεύειν (acc.), Ar. and P. ἐπιμέλεσθαι (gen.), V. κηδεύειν (acc.), μέλεσθαι (gen.); see Manage, Guard.
    Command: P. πρόσταγμα, τό, ἐπίταγμα, τό, V. ἐντολή, ἡ (Plat. but rare P.), κέλευσμα, τό, κελευσμός, ὁ, ἐφετμή, ἡ, ἐπιστολαί, αἱ.
    I impose this service as a charge upon you: V. ὑμῖν... τήνδʼ ἐπισκήπτω χάριν (Soph., Aj. 566).
    Accusation: see Accusation.
    On a charge of: P. and V. ἐπ (dat.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Charge

  • 20 Onslaught

    subs.
    P. and V. προσβολή, ἡ, εἰσβολή, ἡ, P. ἐπίθεσις, ἐπιχείρησις, ἡ. ἔφοδος, ἡ, ἐπιδρομή, ἡ.
    A murderous onslaught: V. θανσιμον χείρωμα (Soph., O.R. 560).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Onslaught

См. также в других словарях:

  • ἔφοδος — 1 accessible masc/fem nom sg ἔφοδος 2 one who goes the rounds masc nom sg ἔφοδος 3 approach fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έφοδος — (I) ἐφοδος, ον (Α) (εσφ. αν. τού εύέφοδος ευπρόσιτος, ευκολοπλησίαστος (α. «σταύρωμα ἔπηξαν καὶ ἔρυμά τε, ᾗ ἐφοδώτατον ἦν τοῑς πολεμίοις», Θουκ. β. «συνιδὼν ἔφοδον ὄντα τὸν λόφον», Πολύαιν.). (II) ἔφοδος, o (A) 1. αυτός που περιέρχεται και… …   Dictionary of Greek

  • έφοδος — η 1. επίθεση ξαφνική, επιδρομή: Το ύψωμα καταλήφθηκε με την πρώτη έφοδο. 2. έλεγχος φρουρών, φυλάκων κατά την ώρα εκτέλεσης της υπηρεσίας τους: Νυχτερινή έφοδος στα φυλάκια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἔφοδον — ἔφοδος 1 accessible masc/fem acc sg ἔφοδος 1 accessible neut nom/voc/acc sg ἔφοδος 2 one who goes the rounds masc acc sg ἔφοδος 3 approach fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφόδοις — ἔφοδος 1 accessible masc/fem/neut dat pl ἔφοδος 2 one who goes the rounds masc dat pl ἔφοδος 3 approach fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφόδοισι — ἔφοδος 1 accessible masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) ἔφοδος 2 one who goes the rounds masc dat pl (epic ionic aeolic) ἔφοδος 3 approach fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφόδοισιν — ἔφοδος 1 accessible masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) ἔφοδος 2 one who goes the rounds masc dat pl (epic ionic aeolic) ἔφοδος 3 approach fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφόδου — ἔφοδος 1 accessible masc/fem/neut gen sg ἔφοδος 2 one who goes the rounds masc gen sg ἔφοδος 3 approach fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφόδους — ἔφοδος 1 accessible masc/fem acc pl ἔφοδος 2 one who goes the rounds masc acc pl ἔφοδος 3 approach fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφόδων — ἔφοδος 1 accessible masc/fem/neut gen pl ἔφοδος 2 one who goes the rounds masc gen pl ἔφοδος 3 approach fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφόδῳ — ἔφοδος 1 accessible masc/fem/neut dat sg ἔφοδος 2 one who goes the rounds masc dat sg ἔφοδος 3 approach fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»